-
1 ποδ-ώκης
ποδ-ώκης, ες, fußschnell, schnellfüßig; Hom., bes. in der Il., gew. Beiwort des Achill; auch bei Hes. u. sp. D.; überh. schnell; ποδῶκες ὄμμα, Aesch. Spt. 605, χάλκευμα, Ch. 569; ϑεῶν ποδώκεις βλάβαι, Soph. Ant. 1104; auch in Prosa: ἄνϑρωποι, Thuc. 3, 98; ἐφ' ἵππ ων ὅτι ποδωκεστάτων, Plat. Rep. V, 467 e; δρομεύς, Alcidam. sophist. p. 674, 18; Plut. Fab. Max. 7; ἱππεῖς, Sull. 17. – An. Rh. 1, 180 hat (wie von ποδωκήεις) den superl. ποδωκηέστατος.
-
2 ποδώκης
A swiftfooted, Hom. (esp. in Il.), mostly epith. of Achilles, 2.860, al.; of Dolon, 10.316; of the mares of Eumelus, 2.764, cf. Hes.Sc. 191: in Prose,ἄνθρωπος Th.3.98
, cf. Plu. Fab.7;δρομεύς Alcid.Soph.7
;ἡμεροσκόποι Aen.Tact.6.5
; [ἐφ' ἵππων] ὅτι -εστάτων Pl.R. 467e
, cf. Palaeph.1 ([comp] Comp.);κύων Id.4
;λαγώς X.Mem.3.11.8
.2 generally, swift, quick, (nisi leg. οἶμα)ποδώκει χαλκεύματι Id.Ch. 576
;τό τοι κακὸν ποδῶκες ἔρχεται Id.Fr.22
;θεῶν π. βλάβαι S.Ant. 1104
: metaph., hasty, impetuous, rash,οὐ χρὴ π. τὸν τρόπον λίαν φορεῖν Trag.Adesp.519
: [comp] Sup. ποδωκέστατος Pl.l.c.; [dialect] Ep.ποδωκηέστατος A.R.1.180
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποδώκης
См. также в других словарях:
ποδώκης — ες, Α 1. (για ανθρώπους και ζώα, κυρίως άλογα) ο γρήγορος στα πόδια (α. «ὑπὸ χερσὶ ποδώκεος Αἰακίδαο», Ομ. Ιλ. β. «ἄνθρωποι ποδώκεις καὶ ψιλοί», Θουκ.) 2. ταχύς, γρήγορος («ποδῶκες ὄμμα», Αισχύλ.) 3. ορμητικός, βίαιος («ποδώκεα τρόπον» Τραγ.… … Dictionary of Greek